- ἐπελπίζειν
- ἐπελπίζωbuoy up with hopepres inf act (attic epic)ἐπελπίζωbuoy up with hopepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επελπίζω — ἐπελπίζω (Α) 1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» με τους χρησμούς τους τούς έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.) 2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι») 3. ελπίζω … Dictionary of Greek